- ἀγχίπλους
- ἀγχίπλοοςnear by seamasc/fem nom plἀγχίπλοοςnear by seamasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγχίπλους — ἀγχίπλους, ουν και ασυναίρετο ἀγχίπλοος οον (Α) αυτός που διαπλέεται εύκολα, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πλοῦς. ΠΑΡ. ἀγχιπλοΐα] … Dictionary of Greek
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
αγχιπλοΐα — η [αγχίπλους] παλιός ναυτικός όρος για τη μικρή ακτοπλοΐα … Dictionary of Greek